κνηκίας

κνηκίας
κνηκίᾱς , κνηκίας
wolf
masc acc pl
κνηκίᾱς , κνηκίας
wolf
masc nom sg (attic epic doric aeolic)
κνηκίᾱς , κνηκός
pale yellow
masc acc pl
κνηκίᾱς , κνηκός
pale yellow
masc nom sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κνηκίας — κνηκίας, δωρ. τ. κνακίας, ὁ (Α) ονομασία τού λύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + κατάλ. ίας (πρβλ. βομβυκ ίας, κροκ ίας). Ο λύκος ονομάστηκε έτσι από το πυρρόξανθο χρώμα του] …   Dictionary of Greek

  • κνηκίην — κνηκίας wolf masc acc sg (epic ionic) κνηκός pale yellow masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνηκίαν — κνηκίᾱν , κνηκίας wolf masc acc sg (attic epic doric aeolic) κνηκίας wolf masc acc sg κνηκίᾱν , κνηκός pale yellow masc acc sg (attic epic doric aeolic) κνηκός pale yellow masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνήκος — κνῆκος, ό, ή (AM, Α και κνήκη, ἡ) 1. το γένος φυτών κάρθαμος, ένα είδος τού οποίου χρησιμοποιούνταν για την εξαγωγή χρωστικής ουσίας 2. το φυτό κνίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kenәko «χρυσοκόκκινος, χρυσοκίτρινος», όπως και το αντίστοιχο… …   Dictionary of Greek

  • κνακίας — κνακίας, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κνηκίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”